- σκαφείδιον
- σκᾰφ-είδιον, τό, Dim. of sq. (notA = σκαφίδιον), Hdn.Epim.239, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκαφείδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφείδιον — τὸ, Α [σκαφεῑον] 1. (υποκορ. τ. τού σκαφεῑον) μικρό λισγάρι 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «σκαφείδιον, ή δίκελλα, διαφέρει τοῡ σκαφίδιον, τὸ πλοιάριον» … Dictionary of Greek
σκαφείδια — σκαφείδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)